Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Πιερ Πάολο Παζολίνι - Ο Αμαρτωλός `Αγιος

Πηγή:http://cantfus.blogspot.in/2015/01/blog-post_15.html

Δημήτρης Μπουρνούς* - "Όλη μέρα δουλεύω όπως ένας καλόγερος και τη νύχτα σε γύρες, όπως ένας βρωμόγατος, αναζητώντας τον έρωτα. Θα προτείνω στη Σύνοδο να με ανακηρύξει άγιο". Εν αρχή ην ο Λόγος: Η μητέρα, την οποία ο μικρός Πιερ θα αγαπήσει παράφορα, ενώ από την άλλη θα προσπαθήσει να αρνηθεί τον αυταρχικό πατέρα, Κάρλο Παζολίνι, υπολοχαγό του πεζικού, που πάνω απ' όλα βάζει την καριέρα του, Οι πατρικές σκηνές είναι και ο πρώτος του εφιάλτης. "Ολα τα βράδια περίμενα με τρόμο την ώρα του δείπνου γιατί ήξερα ότι θα δημιουργούνταν σκηνές" θα γράψει χρόνια αργότερα. 
.
Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, γεννημένος στις 4 Μαρτίου του 1922 στην Μπολόνια, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι, γράφει τα πρώτα του ποιήματα στο δημοτικό σχολείο του Σάτσιλε. Ντροπαλός, χωρίς καμία επιθετικότητα, γοητεύεται με πι διάλεκτο του Φριούλι, της επαρχίας όπου καταφεύγει με τη μητέρα του, στο σπίτι της στο χωριό Καζάρσα. Βιώνει ερεθιστικά, χαρούμενα αλλά και ενοχικά την ομοφυλοφιλία στα χωράφια και τους αγρούς της Καζάρσα μέσα από τον έρωτά του για τον Σβεν.


Χρόνος: 1942. Χρόνια πολέμου, που ο πατέρας του βρίσκεται αιχμάλωτος στην Κένυα. Έχει τελειώσει το γυμνάσιο στην Μπολόνια,  το Λύκειο Γκαλβάνι και το πανεπιστήμιο. Το 1943 κάνει τη θητεία του, αλλά λιποτακτεί και ξαναγυρίζει στην Καζάρσα. Εκτός από ποιητής είναι πια και φιλόλογος. Παρά τη δολοφονία του αδελφού του Γκουίντο από αντάρτες Γιουγκοσλάβους, με νεανική ορμητικότητα μπαίνει στις γραμμές του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Είναι το ίδιο κόμμα που θα τον διαγράψει για την «ιδιαιτερότητα» του, την ομοφυλοφιλία. Ποτέ ο Παζολίνι στις πάμπολλες συνεντεύξεις του δεν θα αναφερθεί ο' αυτή την περίοδο, που αποτελεί και την αρχή της κατοπινής του τραγωδίας...





Ο Τζόρτζιο Ρ. θεώρησε αμαρτία να κυλιστεί με τον καθηγητή του για πέντε λεπτά πάνω στα σκουπίδια.  Αποκαλύπτει τις περιπτύξεις του με τον Παζολίνι  στο εξομολογητήριο, στον εφημέριο του Βαλβαζόνε. Ο εφημέριος βρίσκει ευκαιρία να καταγγείλει τον νεαρό κομμουνιστή στους καραμπινιέρους. Το έγγραφο της τοπικής Λεγεώνας Καραμπινιέρων της
Πάντοβα γράφει στις 15/10/1949: «Εκ των διαδόσεων, δεδομένου ότι αυταί προκάλεσαν σκάνδαλο στο Σώμα, τούτο έλαβε γνώση ότι ο ονομαζόμενος Πιερ Πάολο Παζολίνι από την Καζάρσα, πριν δέκα μέρες περίπου αφίχθη εις Ραμουσέλο όπου καλοπιάνοντας τους ανηλίκους(...) κι οδηγώντας τους με δόλο στην ύπαιθρο(...)». Παρά τις προσπάθειες των Καραμπινιέρων οι γονείς του ανήλικου παιδιού αρνούνται να κάνουν μήνυση. Ο Παζολίνι δικάζεται από τον πρωτοδίκη του Σαν Βίτο αλ Ταλιαμέντο με την κατηγορία της «αποπλάνησης ανηλίκων και άσεμνων πράξεων διαπραχθεισών σε δημόσιο χώρο».



Στη δίκη ο Παζολίνι λέει ότι «δοκίμασε μια ερωτική εμπειρία λογοτεχνικού χαρακτήρα και προέλευσης, τονισμένη από την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος του Ζιντ με θέμα την ομοφυλοφιλία». Στις 28/12/1950 καταδικάζεται μόνο για την κατηγορία των άσεμνων πράξεων, και μετά από δύο χρόνια αθωώνεται και από αυτήν με έφεση. Άμεση συνέπεια της δίκης είναι να χάσει τη δουλειά του στο σχολείο. Τον διαγράφει και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μετά το πρώτο σεξουαλικό και πολιτικό σκάνδαλο η οικογένεια Παζολίνι φεύγει
για τη Ρώμη γιατί δεν τους «σηκώνει» πια η Καζάρσα.

Η ωρίμανση
Τα πρώτα χρόνια είναι γεμάτα ανασφάλεια, φτώχεια  και φόβο. Οι ενοχές από τη δίκη της Καζάρσα τον βασανίζουν. Γράφει στην παλιά του συντρόφισσα Σιλβάνα στις αρχές του1950: «Υπέφερα, δεν αποδέχτηκα ποτέ το αμάρτημά μου, δεν συνθηκολόγησα ποτέ με τη φύση μου και ούτε ποτέ τη συνήθισα. Εγώ γεννήθηκα για να είμαι ήρεμος, ισορροπημένος και φυσιολογικός: η ομοφυλοφιλία μου ήταν παραπανίσια, ήταν έξω, δεν είχε σχέση με μένα»
Σιγά σιγά. όμως, οι τύψεις και οι ενοχές χάνουν πια σημασία τους με τη  γνωριμία του υποπρολεταριάτου στις συνοικίες της
Ρώμης. Πολύ πιο χριστιανός από την Εκκλησία που αδιαφορεί, πλησιάζει το υποπρολεταριάτο των φτωχών  γειτονιών της Ρώμης. Μαθαίνει να είναι «σκληρός και σβέλτος». Γνωρίζει την κόλαση των ανέργων, των κλεφτών, των λούμπεν, των ψιλικατζήδων της Πιάτσα ντε Σπάνια...Ανακαλύπτει τον έρωτα με τα αγόρια των «μποργκάτε».
Ποτέ δεν φτιάχνει σχέση σαν κι αυτή με τον Σβεν στο Φιούρλι. Στο Πόντε Μάμολο, στη συνοικία που μετακομίζει, η σεξουαλική ελευθερία έχει δύο προϋποθέσεις: Η πρώτη, να μην έχεις κανένα «φίλο» αποκλειστικό, καμία «σχέση», ακόμα καλύτερα να μην κάνεις δυο φορές έρωτα με το ίδιο πρόσωπο. Και η δεύτερη είναι να μην κλείνεσαι ποτέ σε ένα δωμάτιο.
Ο πόνος και ο έρωτας μεταφέρονται στο πρώτο του μυθιστόρημα «Τα παιδιά της Ζωής» στις  αρχές του 1955. σε «διάλεκτο» συνοικιών του υποπρολεταριάτου. Ξεκινά η πρώτη δίωξη των λογοτεχνικών έργων του, δίωξη που προωθήθηκε από την προεδρία της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης Σένι, με την κατηγορία της «προσβολής κατά των χρηστών ηθών». Η δίκη, έπειτα ατό πολλές αναβολές, γίνεται στις 4 Ιουλίου 1956. Ο Παζολίνι λέει: «Δίνοντας ανθρώπινη μορφή στη σκύλα, ήθελα να πω ότι δυστυχώς πολλές φορές τα παιδιά ζουν σαν ζώα. Περιγράφοντας τα τρία παιδιά που κάνουν τη φυσική τους ανάγκη, θέλησα να επικαλεστώ εκείνο το πρόσχημα που κάθε παιδί που συλλαμβάνεται να κλέβει στα περιβόλια προβάλλει, ότι δηλαδή βρισκόταν εκεί από ανάγκη και μόνο». Αθωώνεται τελικά και το βιβλίο του επιστρέφει στα βιβλιοπωλεία από τα οποία είχε κατασχεθεί για ένα χρόνο. Ο σπόρος του μάρτυρα, ο σπόρος του καταδιωκόμενου νάρκισσου είχε αρχίσει να μπαίνει στο μυαλό του. Εξάλλου, αυτή η δεύτερη δίκη δεν ήταν παρά η αρχή του μαρτυρίου.


Η σταύρωση

Από το 1949 έως το  1977. θα περάσει από 33 περίπου δίκες, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις καταγγελίες. Εκκλησία, Αριστερά και Δεξιά τον απωθούν, τον καταδιώκουν. Μαζί με την επιτυχία ή τα βραβεία της κάθε του ταινίας έρχεται και η δίκη για διαφθορά και χυδαιότητα. Στις 17 Νοεμβρίου 1959 ο λογιστής Βιτσέντσο Μανκουζο, δήμαρχος του χωριού Κούτρο, κάνει μήνυση στον Παζολίνι για το άρθρο του «Ο μακρύς αμμόδρομος» στο μηνιαίο περιοδικό του Μιλάνου «Succeso», στο οποίο ο Παζολίνι γράφει ρεπορτάζ για τις ιταλικές ακτές. Προκαλεί αγανάκτηση με την περιγραφή των κοριτσιών. «Βλέπω τις γυναίκες. μικρούλες μικρούλες, μαύρες σαν σκουληκάκια, όμως, γεμάτες. κιόλας, κάμποσο στους γοφούς, αν και πιθανόν είναι ακόμη κορίτσια, με τα μαύρα, θολά, μυστηριώδη και ανούσια μάτια..» Λίγους μήνες αργότερα πηγαίνει στο Άντζιο. ψαράδικο λιμάνι της Ρώμης. Εκεί, από ό.τι φαίνεται, ρώτησε κάτι παιδιά που κάθονταν δίπλα σε ένα μώλο, δείχνοντας άλλα παιδιά που ήταν πάνω σε μια βάρκα, πόσων χρονών είναι. Στην απάντησή τους «δώδεκα χρονών», είπε: «Θα έχουν, όμως, ωραία... πουλάκια» Αυτές του οι φράσεις του στοιχίζουν μια νέα δίκη με την κατηγορία της «απόπειρας αποπλάνησης ανηλίκων». Όπως αποδείχθηκε, τα παιδιά τα πλησίασαν δυο δημοσιογράφοι που προφανώς παρακολουθούσαν τον  Παζολίνι και τους υποσχέθηκαν: «θα σας δώσουμε 100 λιρέτες αλλά θα μας τα πείτε όλα». Στις 14 Δεκεμβρίου 1960 η μήνυση μπαίνει στο αρχείο «διότι δεν θεμελιώνεται κατηγορία».
Κωμικοτραγική είναι η περίπτωση της μήνυσης του δικηγόρου Σαλβατόρε Παλιούκα, πρώην βουλευτή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που στις 24 Φεβρουαρίου του 1962 μηνύει τον Παζολίνι γιατί το όνομά του έχει ένας ήρωας του «Ακατόνε», της πρώτης του ταινίας, ένας τύπος «του υποκόσμου, κλέφτης, εκμεταλλευτής ελευθερίων γυναικών και αρχηγός μιας ομάδας έκλυτων, οι οποίοι για εκδίκηση οδηγούν σε ερημικό μέρος μια πόρνη και αφού τη βιάσουν, της επιτίθενται και την χτυπούν μέχρι αίματος, παρ' όλο που έχει το ένα πόδι στο γύψο». Οι δικηγόροι του Παζολίνι υποστηρίζουν ότι το όνομα «Παλιούκα», που τυχαία δόθηκε στον ήρωα της ταινίας, το έχουν στον τηλεφωνικό κατάλογο της Νάπολης 21 συνδρομητές και στον κατάλογο της Ρώμης, 25.0 δικαστής, στις 2 Φεβρουαρίου του 1965 απορρίπτει το αίτημα για ηθική αποζημίωση αλλά υποχρεώνει το σκηνοθέτη ν' απαλείψει το όνομα του Παλιούκα από την ηχητική μπάνια της ταινίας. Είναι η αρχή της λογοκρισίας για το κινηματογραφικό του έργο.


Πρώτη φορά στην ιστορία των διεθνών κινηματογραφικών διαγωνισμών καταγγέλλεται ταινία στη Μόστρα της Βενετίας. Ο (αντισυνταγματάρχης Τζούλιο Φάμπι, διοικητής των καραμπινιέρων της Βενετίας, στις 13 Αυγούστου καταγγέλλει στην εισαγγελία την ταινία του Παζολίνι «Μάμα Ρομα», γιατί «προσβάλλει  τα χρηστά ήθη και για το ανήθικο περιεχόμενό της». Όπως αποδεικνύεται δεν τον ενοχλούν τόσο οι λαϊκές εκφράσεις της Άννα Μανιάνι αλλά το φινάλε της ταινίας, όπου ένα παιδί πεθαίνει στη φυλακή, δεμένο με ανοιχτά τα χέρια πάνω σε έναν πάγκο. Δεξιά και αριστερή κριτική αντιμετωπίζει αρνητικά την ταινία. Στο τέλος της προβολής ακούγονται σφυρίγματα και διαμαρτυρίες. Ο Παζολίνι  πικραμένος, λέει: «Εγώ δεν έχω το  δικαίωμα  να κάνω λάθη σ' ένα έργο. Σ' αυτό  το σημείο έφτασα.  Στο  να μην κάνω λάθη είναι μια υποχρέωση που έχω απέναντι  σε εχθρούς και φίλους:  οι πρώτοι  θα με κατασπάραζαν, οι δεύτεροι θα έπαυαν  αμέσως να είναι ένα αμυντικό όπλο για μένα. Νιώθω ότι το τέλος του "Μάμα Ρόμα" θα μπορούσε να είναι λίγο και το δικό μου τέλος...»



Φτάνει  πια. Φωνάζουν  οι Βενετσιάνοι νεοφασίστες με τους σεξουαλικά διεστραμμένους, τις πόρνες, τα καταγώγια, τους κλέφτες. Ανώνυμα γράμματα στέλνονται στην Μπιενάλε, γράμματα  διαμαρτυρίας  ενάντια στο «Μάμα Ρόμα», γεμάτα βωμολοχίες. Παρά τις πιέσεις και το σάλο που προκαλείται, ο δικαστής αποφασίζει  ότι δεν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη.

Τα ίδια επαναλαμβάνονται στην προβολή του «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», το Σεπτέμβριο του 1964. που παίρνει και... το βραβείο του Γραφείου του Καθολικού Κινηματογράφοι!  Σφυρίγματα, βρισιές, βωμολοχίες. Ρίχνουν κλούβια αυγά στον  κινηματογράφο όπου προβάλλεται η ταινία.
Το μαρτύριο με τις δίκες συνεχίζεται. Το «Θεώρημα» καταδιώκεται για «ακατανόητο κλίμα ομοφυλοφιλίας». Η ταινία, το 1969. προβάλλεται στη Μόστρα της Βενετίας χωρίς το σκηνοθέτη. Για το «Χοιροστάσιο» (1969) κατηγορούνται ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός»; έμμεσα υπεύθυνοι για το θάνατο πενήντα προβάτων. Φτάνουμε στα άρια της παράνοιας με το «Δεκαήμερο» (1971) που προβάλλεται πρώτη φορά στην πόλη Τρέντο. Την προηγούμενη μέρα τη προβολής της γίνεται ειδική προβολή σε κοινό για να δει και να εξετάσει «αν υπάρχουν χυδαίες και άσεμνες ακρότητες ή  άλλα αδικήματα». Ουσιαστικά όλες οι δίκες αποτελούν μία δίκη. Τη δίκη που θέλει να καταδικάσει τον σκηνοθέτη ως ·το άθροισμα όλων των βίτσιων, την ενσάρκωση του Κακού».
Τετέλεσται
Είναι πια ο Νάρκισσος Μάρτυρας όπως. τον κατηγορούν και οι κριτικοί. Πώς όμως να μην ταυτιστείς με αυτό το ρόλο αν είσαι συνέχεια στο  εδώλιο του κατηγορουμένου; Με την αίσθηση του ξένου πια με όλους, κάνει στις  αρχές του '71 την κίνηση που τελειωτικά τον απομονώνει  από όλους. Αυτοκαταστροφικά, με ένα ποίημά του. παίρνει ουσιαστικά τη θέση των  αστυνομικών, γράφοντας για τις συγκρούσεις των φοιτητών της Αρχιτεκτονικής, στη Βάλε Τζούλια: « Όταν εχθές «τη Βάλε Τζούλια πολεμούσατε με τους αστυνομικούς, στους αστυνομικούς στρεφόταν η συμπάθεια μου! Γιατί οι αστυνομικοί είναι παιδιά των φτωχών...» Δίνει μόνος του πια τα στοιχεία γιο το σκάνδαλο στον Τύπο. Τα τεκμήρια της «αμαρτωλής» του ζωής. Για μήνες και για εβδομάδες δέχεται ανώνυμες βρισιές από το τηλέφωνο: «Κάθαρμα, δειλέ, πουλημένε».
 Η ελευθερία του είναι πια ταυτισμένη με το να αρνείται τα πάντα. Αντιδρά και στο νόμο για την ελευθερία των εκτρώσεων, και στο νόμο του "73 που καθιστά πιο ελεύθερα τα διαζύγια. «Μέσα σε μια κοινωνία που πολλαπλασιάζει τις απαγορεύσεις, όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές. Μέσα σε μια κοινωνία που παραχωρεί μια ελευθερία, όλες οι άλλες δυνατότητες ελευθερίας είναι κλειστές».
Κρύβεται σχεδόν από  τον κόσμο αγοράζοντας έναν πανάκριβο και απρόσιτο πύργο στα βόρεια της Ρώμης. Στις 2 Νοεμβρίου 1975 βάζει στην Άλφα Ρομέο 2000 GT  τον  Πελόζι. Μερικές ώρες αργότερα βρίσκεται δολοφονημένος σε μια αμμώδη περιοχή κοντά στο Φιουμιτσίνο,  με παραμορφωμένο πρόσωπο, κόκκινα από το αίμα χέρια και ξεριζωμένο το αριστερό του αυτί.
Η RAI, στα πεταχτά ανακοινώνει ότι ο Παζολίνι δολοφονήθηκε από ένα «παιδί της ζωής» που την τελευταία στιγμή επαναστάτησε μπροστά  στη βία του άγνωστου και ευκαιριακού του παρτενέρ. Υποβιβάζει τη δολοφονία σε μια υπόθεση ομοφυλόφιλων.  Η Οριάνα Φαλάτσι. δημοσιογράφος του «L Europeo”, που πρώτη υποστηρίζει δημόσια την άποψη περί δολοφονίας του από περισσότερα πρόσωπα, χωρίς όμως να αναφέρει τους πληροφοριοδότες της, καταδικάζεται σε «παρασιώπηση μαρτυρίας». Στις 26 Απριλίου 1976 το δικαστήριο  της Ρώμης κηρύσσει τον Πελόζι  «ένοχο ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με τη συνεργία αγνώστων»... Ένα χρόνο αργότερα το Εφετείο της Ρώμης επικυρώνει την καταδίκη  για την «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως», αλλά δεν θεωρεί ότι έγινε με τη  βοήθεια και άλλων ατόμων.


Ο Παζολίνι είναι ο λούμπεν προλετάριος, ο αμαρτωλός διανοούμενος,  ο απόβλητος της κοινωνίας,  ο προκλητικός ποιητής, ο αληθινός, ο ποιητής... «Προφήτης» του ίδιου του θανάτου του που αν δεν τον γνώριζε, τον «επιδίωξε», εξαγοράζοντας  μαζί με τις δικές μας αμαρτίες και τις αμαρτίες της ανθρωπότητας.

 * Ο Δημήτρης Μπουρνούς είναι σκηνοθέτης

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Ο απίθανος Λουίς Μπουνιουέλ


Πηγή: http://cantfus.blogspot.gr/2015/01/blog-post_84.html


του Δημήτρη Μπουρνού

Ο Luis Bunuel Portoles(1900-1983),
το 1920.



Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν ταπείνωσε, σάρκασε, εξευ­τέλισε τόσο τον πόθο του αρσενικού για την κατάκτηση του γυναικείου κορμιού.
Μια τρομοκρατική ενέργεια δεν αφήνει να ολοκληρωθούν τα χάδια του Ματέο (Φερνάντο Ρέι) με την Κοντσίτα (η Ισπανή θερμή καλλονή Αντζελα Μολίνα και η πιο συγκρα­τημένη και ψυχρή Καρόλ Μπουκέ στον ίδιο ρόλο) στο «Σκο­τεινό αντικείμενο του πόθου» (1977). Τι αντιφατικός τίτλος, αλήθεια!
Ο αριστοκράτης Ματέο γνωρίζει την Κοντσίτα όταν έρχεται για να την προσλάβει ως υπηρέτρια στο σπίτι του στο Πα­ρίσι. Αρχίζει να την πολιορκεί ερωτικά χωρίς αποτέλεσμα, τρέχοντας κυριολεκτικά πίσω από τα φουστάνια της. Κωμική φιγούρα εραστή που γελοιοποιείται, αδύναμος, υ­ποτάσσεται στον πόθο του ανίκανος να τον ικανοποιήσει. Προσπαθεί να την κατακτήσει αγοράζοντας σ' αυτήν και στη μητέρα της ένα σπίτι, δίνοντάς της χρήματα. Η Κοντσίτα δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι. Τον κρατά σε απόσταση, αλλά συγ­χρονως τον «ανάβει* για να μην τον χάσει, αφήνοντάς του κάποιες ελπίδες για ερωτική ολοκλήρωση, αλλά και τον φτά­νει στο απόγειο του μαζοχισμού του, όταν χαϊδεύεται με τον εραστή της πίσω ατό τα κάγκελα του σπιτιού (που της έχει αγοράσει ο ίδιος), ενώ εκείνος τη βλέπει. Η Αντζελα Μολίνα, από τη μια σκηνή στην άλλη, γίνεται... Καρόλ

Μπουκέ.  ο Ματέο δεν καταλαβαίνει τίποτα (Και αρκετοί θεατές, όπως λέει ο ί­διος ο Μπουνιουέλ, δεν κατάλαβαν ότι παίζουν την Κοντσίτα δύο γυναίκες). Ο Ματέο δεν κυνηγάει τη συγκεκριμένη γυναίκα. Κυνηγάει τη μορφή της γυναίκας, το κορμί της. την εικόνα της.


Στην «Τριστάνα» (1969-70) ο πόθος της κα­τοχής της γυναίκας κρύβεται πίσω από την πατρική προστασία και στοργή του Δον Λόπε (Φερνάντο Ρέι). Πρέπει να τον υπηρετεί σεξουαλικά η Τριστάνα (Κατρίν Ντενέβ), γιατί η θέση της είναι μέσα στο σπίτι. Ο διε­στραμμένος έρωτας χωρίς αγάπη δεν ολο­κληρώνεται. Η Τριστάνα φεύγει από το σπί­τι που την άφησε η μητέρα της λίγο πριν πεθάνει. με τον ζωγράφο Οράτιο (Φράνκο Νέρο). Δύο χρόνια αργότερα (Κι επιστρέφει για να πα­ντρευτεί τον Δον Λόπε. Πληρώνει με την ευτυχία της την α­νάγκη της να γυρίσει στον κοινωνικό της χώρο. Από αφελής και αθώα που είναι στην αρχή, αφήνει στο τέλος, ψυχρή, τον Δον Λοπέ να πεθάνει, υποκρινόμενη ότι παίρνει στο τηλέ­φωνο τον γιατρό. Σε όλες του τις ταινίες παίζει με τα αντί­θετα ο Μπουνιουέλ -αμαρτωλό - ηθικό, φανταστικό - πραγ­ματικό, προσωπικό - κοινωνικό- «παίζοντας» συγχρόνως με τις δικές μας φαντασιώσεις και ορμές.


Ο Μπουνιουέλ, γεννημένος το 1900 στο χωριό Καλάντα της Ισπανίας, πρωτότοκος ανάμεσα σε επτά αδέλφια, θα ασχολιόταν με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την εντομολογία, το μποξ, τη ζωγραφική και φυσικά τον κινηματογράφο με το ί­διο πάθος. Μαθητής-φαινόμενο για τους Ιησουίτες δασκά­λους του. αντιτίθεται στο δαποτισμένο από τον καθολικισμό περιβάλλον του με τον καλύτερο τρόπο. Χαρακτηριστική εί­ναι η σκηνή που διηγείται η αδελφή του Κοντσίτα, με το δεί­πνο της οικογένειας στο οποίο ο Λουίς επέμενε ότι «ένα με­σημέρι στο κολέγιο είχε βρει μέσα στη σούπα του ένα μαύρο σώβρακο ενός Ιησουίτη». 
Η δεύτερή του ταινία. «Χρυσή εποχή» (1930). απαγορεύτηκε για πενήντα περίπου χρόνια, ενώ η «Βιριδιάνα». παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των ισπανικών και καθολικών οργανισμών για να απαγορεύσουν την προβολή της, προβλήθηκε στις Κάννες και κέρδισε το Χρυσό Βραβείο (1961). Υπήρξε αγαπημένος φίλος με τον Λόρκα. για ένα διάστημα με τον Νταλί, πριν τον μισήσει εξαιτίας της Γκαλά και του φασισμού, με τον Μπρετόν. τον Μαν Ρέι, τον Μαξ Ερνστ. ένας πολίτη; του κόσμου, αφού έζησε στο Μεξικό, στην Αμερική, στο Παρίσι και φυσικά στην Ισπανία
                                                         
   

Αμαρτωλός της νύχτας, λάτρευε τα μπαρ και ιδιαίτερα αυ­τό του ξενοδοχείου Πλάζα σπη Μαδρίτη. «Τα καφέ είναι χώ­ρος για συζήτηση, χώρος του πήγαινε-έλα και της ηχηρής, κα­μιά φορά. φιλίας,  των γυναικών. Τα μπαρ, αντίθετα είναι μια άσκηση μοναξιάς». Φοβερός πότης, έπινε τα πάντα: βότκα, τεκίλα απεριτίφ. που θεωρούσε την παρακμή τους θλιβερό σημείο.
Αδυναμία είχε όμως στο Dry Martini.
«Ένα καλό Dry Martini». έλεγε κάποτε στην Αμερική, «πρέπει να μοιάζει με τη σύλληψη της Παρθένου». Άρχισε το κά­πνισμα γύρω στα 16 και από τότε δεν στα­μάτησε ποτέ. «Το αλκοόλ και το τσιγάρο συνοδεύουν πολύ ευχάριστα τον έρωτα.
Γενικά, το αλκοόλ τοποθετείται πρώτα και ο καπνός μετά».
Χωρίς μεταμέλεια θυμόταν τις πουτάνες τιης Μαδρίτης, τα παρισινά μπορντέλα και τα τάξι-γκερλ της Νέας Υόρκης, όπως και τη μοναδική ταινία πορνό που είχε δει στη ζωή του στο Παρίσι, όταν ήταν 25 χρόνων, με πολλές σοδομιστικές περιπτύξεις, αυτή που σχεδίαζε με τον Ρενέ Κλερ να την προ­βάλλουν σε ένα παιδικό κινηματογράφο α­φού έδεναν και φίμωναν τον μηχανικό προβολής. «O tempora o mores" Η  ιδέα να βεβηλώσουμε την παιδική ηλικία μας φαινόταν μία από τις πιο ελκυστικές μορφές καταστροφής. Φυσικά δεν κάναμε τίποτα». θα γράψει στην αυτοβιογραφία του. Ακόμα πιο ελκυστική ήταν η ιδέα να συμμετέχει σε ένα όρ­γιο. «Μια μέρα στο Χόλιγουντ ο Τσάρλι Τσάπλιν οργάνωσε ένα έργο για μένα και δύο Ισπανούς φίλους μου. Εφτασαν τρεις όμορφες νεαρές κοπέλλες της Πασαντένα, αλ­λά για κακή μας τύχη άρχισαν να μαλλώνουν μεταξύ τους για­τί και οι τρεις τους ήθελαν τον Τσάρλι Τσάπλιν. Τελικά έφυγαν»,
«Οι μανίες σε βοηθούν να ζεις. Λυπάμαι για τους ανθρώπους που δεν έχουν», θα πει, και στα 1920. στη Μαδρίτη, θα τον συγκλονίσει η χωρίς φανερό αίτιο αυτοκτονία μιας κοπέλας με τον αρραβωνιαστικό της που αποκαλύφθηκε με τη νε­κροψία ότι ήταν παρθένα. Ο Μπουνιουέλ αισθανόταν εκεί­νη την εποχή σαν τον καλόγερο που μπορεί να αγαπήσει την Παρθένο Μαρία. Φυσικά, παράλληλα τον βασάνιζαν και άλλες ερωτικές φαντασιώσεις που η αρχή τους ορίζεται στα 14 του χρόνια Για παράδειγμα, η μελέτη του αμαρτωλού Ντε Σαντ («120 μέρες στα Σόδομα»), που τον σοκάρισε τόσο ώστε να γραφτεί στη λίστα αναμονής της βιβλιοθήκης της ο­δού Βοναπάρτη στο Παρίσι για να πάρει τη «Ζυστίν». την ο­ποία όμως δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ. Όπως και ο θαυμα­σμός της σεξουαλικής ανδρείας των νάνων αφού χρησιμο­ποίησε και κάποιον στο «Ναζαρέν» (1958-59). «Αυτός που έπαιζε στο Ναζαρέν είχε στο Μεξικό δύο μαιτρέσες που τις έβλεπε εναλλάξ. Μερικές γυναίκες αγαπούν τους νάνους. Ισως γιατί νομίζουν ότι έχουν εραστή αλλά συγχρόνως κι έ­να παιδί».
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, τελικά, άγιος της «αμαρτίας», σκά­ρωσε το πιο ηδονοβλεπτικό, το πιο καταστροφικό παιχνίδι, μια ξυ­ραφιά στο μάτι του «Ανδαλουσιανού σκύλου» και στο ηδονοβλεπηκό μάτι του θεατή.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ δεν είναι τελικά άλλος απ’ αυτόν που ομολόγησε:


«Η σεξουαλική απόλαυση είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ιδέα της αμαρτίας και δεν υπάρχει χωρίς το θρησκευτι­κό πλαίσιο. Η σεξουαλική πράξη δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε απλό κεφάλαιο της Υγιεινής. Είναι μια συναρπαστική, σκοτεινή, αμαρτωλή, διαβολική εμπειρία. Σεξουαλικός έρωτας χωρίς θρησκεία είναι αυγό χωρίς αλάτι. Η αμαρτία πολλαπλασιάζει τον πόθο».      

  


 Βιογραφικό σημείωμα

Ο Μπουρνούς Δημήτρης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1956 και είναι υπεύθυνος της εταιρείας Text and video improving. Έχει δίπλωμα σκηνοθεσίας και ασχολείται με τον κινηματογράφο πάνω από 20 χρόνια. Σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο Κορυδαλλού εχεί επεξεργαστεί και παρουσιάσει σε πολλούς Δήμους των Αθηνών, ένα δύωρο εισαγωγικό μάθημα στον κινηματογράφο για παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου. Πριν μερικά χρόνια έγραφε για ένα διάστημα στο περιοδικό  «Vitrine» κριτικές και αναλύσεις για θέματα του κινηματογράφου. Τώρα πραγματοποιεί μαθήματα κινηματογράφου, σε συνεργασία με το Κέντρο Εκπαίδευσης Ενηλίκων.  Είναι συνεργάτης της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας και το πάθος του είναι η συλλογή  ταινιών και ντοκιμαντέρ, για προσωπική χρήση.