Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Mon Faust - Paul Valéry (1871-1945)

Ημιτελές έργο που παίχτηκε το 1946 και γυρίστηκε ταινία το 1970



Ο Πωλ Βαλερύ γεννήθηκε στη Σετ το 1871. Πέθανε στο Παρίσι το 1945 και ενταφιάσθηκε στο Θαλασσινό Κοιμητήρι της Σετ, το οποίο του ενέπνευσε το ομώνυμο ποιήμα. Σε ηλικία 21 ετών, ύστερα από μια νύχτα πνευματικής κρίσης στη Gênnes, αποφάσισε να διαρρήξει τους δεσμούς του με την ποίηση και να αφοσιωθεί στη μελέτη των μαθηματικών και της φιλοσοφίας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, σύχναζε στου Μαλλαρμέ και δημοσίευσε διαδοχικά τρία δοκίμια: Εισαγωγή στη Μέθοδο του Λεονάρδο Ντα ΒίντσιΗ Γερμανική Κατάκτηση  και Η βραδιά με τον κ. Εντμόν Τεστ. Το 1917 επιστρέφει στην ποίηση με το εκτενές ποίημα Η Νεαρή Μοίρα, που ο φιλόσοφος Αλαίν αποδέχεται απεριόριστα και το σχολιάζει. Παράλληλα ο Βαλερύ εξακολουθεί να ασχολείται συστηματικά με τη φιλοσοφία, το δοκίμιο και τη μελέτη. Το 1917 εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και το 1932 Πρόεδρος της Επιτροπής Πνευματικής Συνεργασίας (που ανήκε στην Κοινωνία των Εθνών). Από το 1938 ως το θάνατό του δίδασκε στο Collège de France μαθήματα «Ποιητικής». Με το ποιητικό, θεατρικό, φιλοσοφικό και δοκιμιακό έργο του επηρέασε αποφασιστικά την εξέλιξη της ποίησης και κυρίως της Ποιητικής.
Κυριότερα ποιητικά έργα του: Λεύκωμα με παλιούς στίχουςΗ Νεαρή ΜοίραΘέλγητρα (Charmes, όπου εντάσσεται και το Θαλασσινό Κοιμητήρι)Διάφορα κομμάτια απ’ όλες τις εποχές.
Ο Βαλερύ έγραψε επίσης πλήθος λογοτεχνικές (Βιγιόν, Βερλαίν, Σταντάλ, Μπωντλαίρ, Νερβάλ, Μαλλαρμέ, Προυστ κ.α.) μελέτες, φιλοσοφικά και αισθητικά δοκίμια, με κορυφαίο επίτευγμα την Ποιητική και Αισθητική Θεωρία του, καθώς και θεατρικά έργα (Ο Δικός μου Φάουστ κ.α.).

Αλεξάντερ Σοκούροφ


Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ παραλαμβάνει τον Χρυσό Λέοντα στο 68ο Φεστιβάλ Βενετίας για την ταινία του «Φάουστ»


To «Faust» αποτελεί την τελευταία ταινία με την οποία ολοκληρώνει την τετραλογία του πάνω στην απόλυτη εξουσία ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ. Κι αν στο «Moloch» («Μολόχ», 1999) τα έβαλε με τον Χίτλερ, στο «Taurus» («Ταύρος», 2000) με τον Λένιν και στο «The Sun» («Ο Ηλιος», 2004) με τον Ιάπωνα αυτοκράτορα Χιροχίτο, ήρθε τώρα η σειρά του ματαιόδοξου Δόκτωρα Ιωάννη Φάουστ ή και του ίδιου του... Μεφιστοφελή;
Η ταινία πάντως αποτελεί ελεύθερη απόδοση του πρώτου (και πιο διάσημου) μέρους του έπους του Γκαίτε, ενώ το σενάριο υπογράφει ο Γιούρι Αραμπς. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στην Τσεχία πριν από 2 χρόνια με προϋπολογισμό που έφτασε τα 12 εκατομμύρια Ευρώ, μεγαλύτερο μέρος του οποίου καταναλώθηκε στην κατασκευή των σκηνικών: μίας φιξιόν πόλης του 19ου αιώνα, η οποία χτίστηκε λίγο πιο έξω από την Πράγα.
Οσοι έχουν δει ήδη την ταινία δεν μιλούν για μία απλή κινηματογραφική διασκευή του μυθικού αυτού ποιήματος, αλλά για μία ανατρεπτική ερμηνεία του από τον Σοκούροφ. Ο Φάουστ του είναι ένας οραματιστής επιστήμονας του 19ου αιώνα, ένας επαναστάτης, ένας άνθρωπος του πνεύματος. Παραμένει όμως «άνθρωπος» και για αυτό κουβαλά τις αδυναμίες της σάρκας: φιλοδοξία, απληστία, πόθο.
Σύμφωνα με την ερμηνεία του Σοκούροφ, ο Δρ. Φάουστ συντάσσεται με το διάβολο γιατί έχει κουραστεί να μάχεται την Εκκλησία, η οποία κλείνει συνεχώς το στόμα της επιστήμης και εμποδίζει το έργο των ερευνητών. Ο Φάουστ κλείνει τη συμφωνία του με τον Αρχοντα του Σκότους, με την ελπίδα ενός πραγματικού Διαφωτισμού!
Οσα διαβάζουμε στα διεθνή sites συνηγορούν στο ότι ο Σοκούροφ έχει πλάσει ένα φιλοσοφικό σύμπαν όπου κινηματογραφικές εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς προσθέτουν την αλληγορική τους διάσταση στο διάλογο ανάμεσα στα φυσικά, θνητά μας όρια και το αχαλίνωτο μας πνεύμα.

Μια σκοτεινή ανάγνωση του φαουστικού μύθου..
 της Μαριάννας Παπουτσοπούλου

Ο Φάουστ του Σοκούρωφ εγγράφει την απάνθρωπη αγωνία του στον αντίποδα του Ταρκοφσκικού κόσμου . Συνέχεια ή συγγένεια δεν υπάρχει καμμιά , ούτε αισθητική ούτε στα νοηματοδοτικά περιεχόμενα  , άλλαξε ο Ρωσσικός κινηματογράφος . Η μόνη πιθανή συγγένεια είναι ο Γερμανικός εξπρεσσιονισμός , ο δρ Καλλιγκάρι φερ’ειπείν .Ο κόσμος της διασκευής αυτής του έργου του Γκαίτε, γιατί τίποτε από το ευφυές  παίγνιο του μεγάλου ποιήματος του Γκαίτε δεν έχει απομείνει εδώ , είναι ο ζοφερός κόσμος του απόλυτου κακού . Αφύσικος , σκοτεινός , στερημένος κι από την στερνή ακτίνα αγάπης , μια ρωσσική κόλαση που μιλά γερμανικά και όπου οι ήρωες παρουσιάζονται σατανικότεροι του τοκογλύφου τερατώδους Μαυρικίου ( παραλλαγής του Μεφιστοφελή ) , που μπροστά τους μοιάζει απλή καρικατούρα άλλων καιρών , παρ’όλη τη θεατρική του - στη γραμμή του Ιερώνυμου Μπος -  ασχήμια , παρ’όλα τα γλοιώδη φιλιά του στον εσταυρωμένο ,  τις δωρεές του στην εκκλησία  και τα δάνεια στους ανθρώπους , παλιομοδίτης , ηθικολόγος ...
Οι ήρωες λοιπόν : Η Μαργαρίτα ως ανόητο και αναίσθητο νυμφίδιο, τυφλό από ηδυπάθεια. Η μητέρα της, μια  επιτομή του ψυχρότερου μικροαστικού διακανονισμού και της επίφασης του ηθικισμού . Ο Βάγκνερ, ο βοηθός θαυματοποιός, στα όρια της τρέλλας από ανταγωνιστικό φθόνο για τον Φάουστ - το αφεντικό του ( περσόνα του σκηνοθέτη ;) . Η συμβολική διακοσμητικά  πεποιημένη «σύζυγος» του Μαυρικίου τον ακολουθεί παντού ως η απολύτως κενή κεφαλή της ματαιοδοξίας – του φαίνεσθαι, θυμίζει απόμακρα τις αυτοκράτειρες του Αϊζενστάιν ως βασίλισσα του χιονιού . Ο πατέρας Φάουστ, το προηγούμενο καθεστώς – ένα συνεπές  κτήνος λογοκρατικής- εργαλειακής  απαθείας στα όρια του βασανιστή , χαρακτηρίζεται από το πλήθος «καλός άνθρωπος» ... Οι αμαξάδες και οι πλύστρες , οι φαντάροι στην ταβέρνα ,  ο λαός ,  σωστά ζωντόβολα ` τα σκοτώνουν , τα βιάζουν και δεν τα πληρώνουν. Ο ιερεύς, απλός εμπορικός εταίρος και συνένοχος του Μαυρικίου, τι άλλο.  Ο Φάουστ τέλος , ένας ευθυνόφοβος διανοούμενος ικανός για σειριακούς φόνους και πολλά άλλα, ιδεώδης συντροφιά του εαυτού του, επιτομή του έρημου κι ερημωμένου ανθρώπου, κάτι αναζητά αλλά που να τό’βρει σε τέτοια ταινία  .
Μόνο η πραγματικότητα της σύγχρονης Ρωσσίας φαίνεται πως μπορεί να γεννήσει τέτοιον Φάουστ !  Όλα σ’αυτό το έργο μιλούν για την κόλαση εδώ στον ωραίο μας πλανήτη , δεν είναι τα τσιμέντα των πόλεών μας φυσικά ούτε τα φώτα τους ούτε η ανθρωπιά των απλών ανθρώπων γύρω μας που μιλούν , μιλά μόνον ένα γκρίζο σκηνικό ευρωπαϊκής πόλεως , κατακομβών , ενεχυροδανειστηρίων, άψυχων σωμάτων , τυφλών ορμών και ενστίκτων , διαγραμμένης νιότης και πεισιθάνατου αυτοκτονικού έρωτα που χάνεται με σκηνοθετική μαεστρία που σου κόβει την ανάσα στα βάθη της λίμνης  . Προφανώς δεν υπάρχει ίχνος ρεαλισμού ή νηφαλιότητας , το μόνο που υπάρχει εδώ είν’ ένα  έργο απόλυτης απόγνωσης περί απολύτου απογνώσεως. Όταν ο χομούνκουλους του Βάγκνερ σκοτώνεται από αδεξιότητα μέσα στο μπουκάλι του , έχει στο ματωμένο πρόσωπό του την απορία του θεατή , το σημείο αυτοκριτικής του Σοκούρωφ ή και τη δική του απορία , τι κάνω τώρα και γιατί ;  Πράγματι εντυπωσιακό , ξέρουν οι Ρώσσοι από αυτοκριτική ...
Εάν συγκρίνει κανείς την ταινία αυτή με μια ταινία από τη δύση, την πιο σκοτεινή, φερ’ειπείν το Μια χρονιά ακόμη του  Μάικ Λη, τι βλέπει άραγε ; Μια  διαβάθμιση του ανθρώπινου πόνου από την  αναζήτηση της ανθρωπιάς που  εγγράφεται αγωνιωδώς επειδή λιγοστεύει ,  σε μιαν  αβάσταχτη αγωνία που οδηγεί με φονικό θυμό  στη διακοπή ενός ταξιδιού δίχως νόημα , εκείνου που πραγματοποιείται από τους δύο εταίρους , τον επιστήμονα και τον  τοκογλύφο  στα Αλπικά ύψη των λαμπρών τους επιτευγμάτων ...